Για τι παλεύουμε

Καλούμε τους εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές να απαιτήσουν:

· Αναδιοργάνωση της Εκπαίδευσης (σε δομή και περιεχόμενο) με κριτήριο την ικανοποίηση των μορφωτικών αναγκών των νέων (την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, τη γνώση της φυσικής και κοινωνικής νομοτέλειας, τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης), την προετοιμασία τους για την επαγγελματική και κοινωνική ζωή και δράση.

· Αποκλειστικά Δημόσια Δωρεάν Παιδεία. Κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης στην Εκπαίδευση.

· 2χρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή

· Ενιαίο 12χρονο Δημόσιο Δωρεάν Σχολείο ολόπλευρης μόρφωσης για όλους μέχρι τα 18 τους χρόνια

· Επαγγελματική εκπαίδευση σε δημόσιες δωρεάν σχολές με κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα

· Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση στην υπηρεσία του λαού (ανάπτυξη της έρευνας, της επιστήμης και της τεχνολογίας και την εφαρμογή τους στην ικανοποίηση των διευρυμένων αναγκών του).

Είναι φανερό ότι το σχολείο των λαϊκών αναγκών συγκρούεται με τον πυρήνα της αστικής ιδεολογίας που θέλει το σχολείο μηχανισμό ενσωμάτωσης των νέων και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που το κεφάλαιο έχει ανάγκη. Η οικοδόμηση του σχολείου των σύγχρονων λαϊκών αναγκών είναι υπόθεση του λαού, είναι μέτωπο πάλης του εργατικού λαϊκού- κινήματος στην κατεύθυνση κατάκτησης της δικής του εξουσίας. Πάλη που θα κατακτά επιμέρους στόχους, θα επιβάλλει βελτιώσεις, θα κάνει συνείδηση στο λαό την αναγκαιότητα του άλλου δρόμου ανάπτυξης με κριτήριο την ικανοποίηση του συνόλου των λαϊκών αναγκών.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΓΟΝΕΩΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Η οργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη Σοβιετική Ένωση



Επιστημονικό Ερευνητικό Κέντρο στη Σαμαρκάνδη (Ουζμπεκιστάν)

Συνεχίζουμε σήμερα το αφιέρωμά μας «Οκτωβριανή Επανάσταση και Παιδεία », στρέφοντας το βλέμμα, όπως είχαμε προαναγγείλει, στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Ουσιαστικά, η ιστορία της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη Σοβιετική Ένωση είναι η ιστορία της αναζήτησης της βέλτιστης λύσης στο ερώτημα πώς η παραγωγική διαδικασία της Ανώτατης Εκπαίδευσης θα στελεχώσει τη σχεδιοποιημένη οικονομία και, γενικά, θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες της σοβιετικής κοινωνίας.
Η οργάνωση της οικονομίας καθόριζε τους στόχους της Ανώτατης Εκπαίδευσης
Η επίδραση του κεντρικού, πανεθνικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας από τη σοβιετική εξουσία, στο έδαφος της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, ήταν καθοριστική και για την ανάπτυξη της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην ΕΣΣΔ. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι σε πανεθνικό επίπεδο μπορούσαν να σχεδιαστούν και να κατανεμηθούν οι όγκοι της παραγωγής, έβρισκε την αντιστοιχία του στο γεγονός ότι ο αριθμός των αποφοίτων αλλά και το «προφίλ» (γνώσεις, ικανότητες κ.λπ.) που αυτοί αποκτούσαν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, αποτελούσαν εξίσου αντικείμενο σχεδιασμού, προκειμένου να αντιστοιχηθούν με τις ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας εν γένει.
Φοιτητές σε δωμάτιο μέτρησης ραδιενέργειας κάνουν υπολογισμούς μετρήσεων (Οκτώβρης 1974)
Έτσι, τα σοβιετικά πανεπιστήμια μπορούσαν να υποστηρίξουν τις ανάγκες των παραγωγικών μονάδων της ΕΣΣΔ σε υψηλής, επιστημονικής ειδίκευσης εργατικό δυναμικό καθώς και να παράσχουν την απαραίτητη επιστημονική υποστήριξη για τη σχεδιασμένη ανάπτυξη των διαφόρων παραγωγικών κλάδων (π.χ. μέσω της επεξεργασίας καινοτόμων λύσεων για την αύξηση της παραγωγικότητας και της ποιότητας της παραγωγής). Επίσης, τα σοβιετικά πανεπιστήμια υπηρετούσαν τη στελέχωση των κοινωνικών υποδομών του σοβιετικού κράτους, παρέχοντας και την απαραίτητη επιστημονική και μεθοδολογική στήριξη σε όλες τις λειτουργίες του σοβιετικού κράτους και τις μέριμνες, πρόνοιες και προτεραιότητες της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Παράλληλα με τους παραπάνω στόχους, καθώς αποτελούσε και τη βάση για την επιτυχή εκπλήρωσή τους, ζητούμενο για τα σοβιετικά πανεπιστήμια ήταν να εκπαιδεύσουν και να προετοιμάσουν ολόπλευρα τους φοιτητές τους για να στελεχώσουν τη σοβιετική κοινωνία, να λειτουργήσουν, δηλαδή, ως Σοβιετικοί πολίτες, ως στελέχη της εργατικής εξουσίας. Η ιδεολογική αυτή διάσταση πήγαινε «πακέτο» με την επαγγελματική και ο συνδυασμός αυτών των δύο αποτελεί και το ιδιαίτερο γνώρισμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης στο σοσιαλισμό, αφού μόνο σε συνθήκες κοινωνικοποιημένης παραγωγής και εργατικής εξουσίας μπορεί το πανεπιστήμιο να λειτουργήσει σε αυτά τα πλαίσια. Κατ' αντιστοιχία, άλλωστε, προκύπτει και το βασικό γνώρισμα των πανεπιστημίων στη σύγχρονη αστική κοινωνία, δηλαδή η στελέχωση της καπιταλιστικής παραγωγής και η αναπαραγωγή και προαγωγή της αστικής ιδεολογίας, με κυρίαρχα τα στοιχεία του ατομικισμού και του ανταγωνισμού σε συνθήκες εργασιακής ζούγκλας για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων. Η αντιπαραβολή των δύο τύπων πανεπιστημίου, δηλαδή, είναι ουσιαστικά αντιπαραβολή των δύο κοινωνιών και είναι τόσο αναπόφευκτη, όσο εξόφθαλμα είναι και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτή.
Η ανάπτυξη των σοβιετικών πανεπιστημίων σε αριθμούς
Το 1987, στην ΕΣΣΔ υπήρχαν πάνω από 1,5 εκατ. επιστήμονες ή το ένα τέταρτο του παγκόσμιου συνόλου τους
Η αναμόρφωση του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν ριζική. Σε πολύ σύντομο διάστημα μετά την Επανάσταση, στην Πετρούπολη και τη Μόσχα ιδρύθηκαν από 3 νέα πανεπιστήμια (Avrus 2001, σελ. 45). Το 1918, ιδρύθηκαν στη Σοβιετική Ρωσία 18 δημόσια πανεπιστήμια. Η αναμόρφωση δεν αφορούσε μόνο την αύξηση του αριθμού των ιδρυμάτων, αλλά και την ίδια τη δομή τους: Τα τμήματα κοινωνικών επιστημών στο κάθε ίδρυμα ενοποιήθηκαν και ισχυροποιήθηκαν, ενώ παράλληλα άνοιξαν πολλά νέα τμήματα για την εκπαίδευση μηχανικών (Khanin 2008, σελ. 82 - 87).
Εκτός από τις ριζικές αλλαγές στη δομή και την οργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, τα πρώτα χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης έγιναν και αρκετοί πειραματισμοί σε ό,τι αφορά την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία, γεγονός ενδεικτικό του ενδιαφέροντος που υπήρχε να αναδομηθεί συνολικά η Ανώτατη Εκπαίδευση, τόσο ως προς τη δομή, όσο και ως προς το περιεχόμενο, προκειμένου να αντιστοιχεί με το χαρακτήρα του νέου, σοβιετικού κράτους. Για παράδειγμα, για μια περίοδο στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας δοκιμάστηκε αντί των διαλέξεων η μορφή της «ομαδικής - εργαστηριακής μεθόδου» στην εκπαιδευτική διαδικασία, με ομάδες 3 - 5 φοιτητών να δουλεύουν από κοινού πάνω στις διάφορες πτυχές του προγράμματος σπουδών, ενώ οι τελικές εξετάσεις είχαν αντικατασταθεί από συλλογικές εργασίες. Η μέθοδος αυτή εγκαταλείφθηκε το 1932, όταν και εισήχθησαν νέα προγράμματα σπουδών και οριστικοποιήθηκαν οι αλλαγές στη μορφή των ιδρυμάτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Αυτήν την πρώτη περίοδο, ένας αριθμός ερευνητικών εργαστηρίων διαχωρίστηκαν από τα πανεπιστήμια και κατέστησαν αυτοτελή ακαδημαϊκά ιδρύματα.
Με αυτόν τον τρόπο τέθηκαν οι βασικές αρχές οργάνωσης της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη Σοβιετική Ένωση που, παρά τις αρκετές αλλαγές που ακολούθησαν, διατηρήθηκαν μέχρι τέλους.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης των σοβιετικών πανεπιστημίων κορυφώθηκαν τα επόμενα χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το ακαδημαϊκό έτος 1929 - 1930 υπήρχαν 152 πανεπιστήμια στη χώρα, την αμέσως επόμενη χρονιά (1930 - 1931) ο αριθμός τους έφτασε τα 579 και το επόμενο ακαδημαϊκό έτος (1931 - 1932) τα 701 (Chanbarisov 1988, pp. 193- 94)!
Η τεράστια αυτή ανάπτυξη οφείλεται κατά κύριο λόγο στην απόφαση να συνδεθούν τα ιδρύματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης πιο οργανικά με τις ανάγκες της σοσιαλιστικής οικονομίας, που οδήγησε στην απόσχιση τμημάτων από τα κεντρικά πανεπιστήμια και τη διασύνδεσή τους με τις παραγωγικές δομές, με ευθύνη των αντίστοιχων οργάνων της σοβιετικής εξουσίας (David-Foks 2012).
Η ανάπτυξη της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη Σοβιετική Ένωση συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1970, ο αριθμός των πανεπιστημίων στην ΕΣΣΔ έφτασε τα 805, στα οποία σπούδαζαν 4,58 εκατ. φοιτητές. Ακόμα πιο εντυπωσιακό, αν λάβει κανείς υπόψη τις συνθήκες στις οποίες ξεκίνησε η σοσιαλιστική οικοδόμηση στις περιοχές αυτές, είναι ότι τα 348 εξ αυτών των πανεπιστημίων βρίσκονταν στις υπόλοιπες Σοβιετικές Δημοκρατίες, πλην Ρωσίας, ενώ ο αριθμός των φοιτητών στα ιδρύματα αυτά άγγιζε τα 2 εκατ. (τα στοιχεία παρατίθενται στο Zinov'evet al. 1969-78).
Η ανάπτυξη αυτή δεν αφορούσε μόνο το πλήθος των ιδρυμάτων και των φοιτητών, αλλά και τη συνεχή προσπάθεια να αντιστοιχούν καλύτερα με τις ανάγκες του σοβιετικού κράτους οι σπουδές. Έτσι, για παράδειγμα, το 1971 συνολικά στα σοβιετικά πανεπιστήμια προσφέρονταν 400 προγράμματα σπουδών που οδηγούσαν σε πτυχίο (Zinov'evet al. 1969-78), με τον αριθμό αυτό να διαφοροποιείται σημαντικά στο διάβα των χρόνων, κυμαινόμενος από τα 300 έως τα 900 (Johnson 2008, σελ. 1, 64).
Βασικοί σταθμοί στην οργάνωση της σοβιετικής Ανώτατης Εκπαίδευσης
Ο Κανονισμός για τα πανεπιστήμια, που νομοθετήθηκε το 1921 από το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού της Σοβιετικής Ρωσίας, τη σοβιετική κυβέρνηση δηλαδή, καθόρισε την οργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα. Βασικό ζητούμενο ήταν η καθιέρωση ενιαίων αρχών και λειτουργίας για τα ιδρύματα Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Η επόμενη μεγάλη τομή συντελέστηκε το 1928, όταν το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Οικονομίας της ΕΣΣΔ αποφάσισε την ίδρυση της Γενικής Διεύθυνσης Ανώτατης και Ανώτερης Τεχνικής Εκπαίδευσης (Glavvtuz). Ηδη από το 1926, το 15ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος είχε εντοπίσει ότι οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης της οικονομίας υποσκάπτονταν από το χαμηλό επίπεδο και τις ελλείψεις σε βασικές τεχνολογίες στην παραγωγή και έθεσε το στόχο να ξεπεραστεί το συντομότερο δυνατό το αντίστοιχο επίπεδο των πιο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, ενώ η Ολομέλεια της ΚΕ τον Ιούλη του 1928 εντόπιζε ότι για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν απαραίτητο να ενσωματωθούν στην παραγωγή τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας και έδωσε την κατεύθυνση για τη συναρμογή της ανάπτυξης της επιστήμης, της τεχνολογίας και της παραγωγής και το συντονισμό της επιστημονικής εργασίας με τις ανάγκες της σοσιαλιστικής οικονομίας. Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε η συγκεκριμένη απόφαση της ΚΕ, η αποφασιστική βελτίωση στην εκπαίδευση εργατικού δυναμικού υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης ήταν το πιο σημαντικό καθήκον που είχε να επιτελέσει το Κόμμα.
Έτσι, οι ανάγκες της σοβιετικής οικονομίας οδήγησαν στην απόφαση να υπαχθούν τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην ευθύνη των Λαϊκών Επιτροπάτων στους αντίστοιχους κλάδους, με το Λαϊκό Επιτροπάτο Εκπαίδευσης να διατηρεί τη μεθοδολογική υποστήριξη της λειτουργίας τους και τις παιδαγωγικές και καλλιτεχνικές σχολές να παραμένουν υπό την αιγίδα του. Ετσι, οι γεωπονικές σχολές συνδέθηκαν με το Λαϊκό Επιτροπάτο που είχε αρμοδιότητα για την αγροτική οικονομία, οι ιατρικές σχολές με το Λαϊκό Επιτροπάτο Υγείας κ.ο.κ. Επίσης, εξειδικευμένα τμήματα αυτονομήθηκαν από τα έως τότε υπάρχοντα πανεπιστήμια και έγιναν αυτοδύναμα ιδρύματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, δημιουργήθηκαν στις μεγάλες πόλεις της χώρας πολλά πανεπιστημιακά ιδρύματα με εξειδίκευση στους ορυκτούς πόρους, στη μεταλλουργία, στην αεροπλοΐα, στη μηχανολογία, στις μεταφορές, στις κατασκευές και τη χημική τεχνολογία, καθώς και πολλά πολυτεχνικά ινστιτούτα. Επίσης, αποδεσμεύτηκαν από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, στα οποία ήταν μέχρι πριν ενταγμένες πάνω από 40 παιδαγωγικές, ιατρικές, οικονομικές και άλλες σχολές (Zinov'evet al. 1969-78).
Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο ιδρύθηκαν και τα πρώτα πανεπιστημιακού τύπου ιδρύματα που ήταν απευθείας συνδεδεμένα με συγκεκριμένες παραγωγικές μονάδες, με την αρχή να γίνεται το 1930. Το σκεπτικό πίσω από την ίδρυση τέτοιων σχολών αφορούσε τη διαπιστωμένη ανάγκη βελτίωσης της ταξικής σύνθεσης του φοιτητικού πληθυσμού, με ενίσχυση του εργατικού στοιχείου. Αυτό ήταν κρίσιμο ζήτημα για τη σοβιετική εξουσία, προκειμένου να εξασφαλίσει, σε δεύτερο χρόνο, την κυριαρχία του εργατικού στοιχείου στην εργαζόμενη διανόηση, από την οποία θα αναδεικνύονταν και τα μελλοντικά στελέχη της παραγωγής. Η ίδρυση τέτοιων σχολών εξυπηρετούσε αυτόν το σχεδιασμό, αφού απευθύνονταν πρώτα και κύρια σε όσους εργάζονταν ή επρόκειτο να εργαστούν στις παραγωγικές μονάδες με τις οποίες οι σχολές ήταν συνδεδεμένες. Το δεύτερο κίνητρο για την ίδρυση τέτοιων σχολών είχε να κάνει με την επιδίωξη για την επίτευξη του βέλτιστου συνδυασμού μεταξύ παραγωγικής και εκπαιδευτικής διαδικασίας, ζήτημα που άλλωστε την ίδια περίοδο απασχολούσε έντονα όλη την κλίμακα της Εκπαίδευσης, με χαρακτηριστικές τις σχετικές συζητήσεις αναφορικά με το πολυτεχνικό σχολείο.
Ουσιαστικά, με τις αλλαγές που σηματοδότησε η απόφαση του 1928 και τη μορφή που αυτές πήραν στις αρχές της δεκαετίας του 1930, έγινε προσπάθεια να συνδεθούν καλύτερα τα ιδρύματα με τις ανάγκες που προέκυπταν σε επίπεδο κλάδου και περιφέρειας, με την οργανωτική δομή της Ανώτατης Εκπαίδευσης να προσαρμόζεται κατάλληλα στις κεντρικές στοχεύσεις και προτεραιότητες του σοβιετικού κράτους.
Προκειμένου να βελτιωθεί το οργανωτικό μοντέλο που προέκυψε από τις αλλαγές του 1928, το 1932 συγκροτήθηκε η Πανενωσιακή Επιτροπή για την Ανώτερη και Τεχνική Εκπαίδευση (VKVTO), στις αρμοδιότητες της οποίας περιήλθαν πλευρές που είχαν ανατεθεί στα κλαδικά Λαϊκά Επιτροπάτα σε ό,τι αφορά το συντονισμό των ιδρυμάτων, χωρίς όμως να υπεισέρχεται σε θέματα λειτουργίας τους. Μέχρι το 1934 περιήλθαν υπό την αιγίδα της σχεδόν όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και η VKVTO είχε πλέον την ευθύνη για το διδακτικό σκέλος της προετοιμασίας των εξειδικευμένων επιστημόνων που θα αποφοιτούσαν από τα ιδρύματα. Ως αποτέλεσμα των κατευθύνσεων που έδωσε η VKVTO, τα σοβιετικά πανεπιστήμια διακρίνονταν για το μοναδικό τρόπο με τον οποίο συνδύαζαν την υψηλή εξειδίκευση των σπουδών με ευρύτατη γενική - βασική εκπαίδευση στην εκάστοτε επιστήμη και γενικά.
Οι αλλαγές στην οργανωτική δομή της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη Σοβιετική Ένωση τα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι τη μεταρρύθμιση του 1958 αφορούσαν κυρίως ενισχυτικές - βελτιωτικές κινήσεις στο μοντέλο που περιγράφηκε προηγουμένως. Κατά μείζονα λόγο, οι όποιες αλλαγές προέκυπταν από τη μέριμνα να αντιστοιχηθεί καλύτερα με τις νέες απαιτήσεις που ανέκυπταν στη σοβιετική οικονομία και κοινωνία στο διάβα των χρόνων και εκ των πραγμάτων συνδέονταν με τις εξελίξεις στους τομείς αυτούς.
Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1950, δηλαδή λίγα χρόνια μετά το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, με τις προοπτικές που διανοίγονταν για την περαιτέρω ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας και τις δυνατότητες περαιτέρω εμβάθυνσης των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι από τα μισά σχεδόν της συγκεκριμένης δεκαετίας και έκτοτε η πορεία που ακολουθήθηκε δεν ήταν αυτή, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι οι δυνατότητες είχαν διαμορφωθεί), διαπιστώθηκε η ανάγκη αύξησης του αριθμού του υψηλής ειδίκευσης επιστημονικού - εργατικού δυναμικού, με παράλληλη διεύρυνση των αντικειμένων ειδίκευσης. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε στη σχεδιασμένη αύξηση του αριθμού των φοιτητών και των προσφερόμενων προγραμμάτων σπουδών, όπως και των ιδρυμάτων. Ετσι, ιδρύθηκαν νέα τμήματα ή και ιδρύματα σε διάφορες πόλεις, με ιδιαίτερη, μάλιστα, έμφαση να δίνεται σε αντικείμενα όπως η ραδιολογία, ο αυτοματισμός, η ηλεκτρονική, οι υπολογιστές, η βιοφυσική και η βιοχημεία, καθώς και σχολές μηχανικών. Τα αντικείμενα αυτά ξεχωρίζουν στο σχεδιασμό, καθώς απαντούν στη διαπιστωμένη ανάγκη για εισαγωγή τεχνολογικά προηγμένων λύσεων σε βασικούς βιομηχανικούς κλάδους ώστε να ενισχυθεί η δυναμική περαιτέρω ανάπτυξής τους, καθώς και στην αμυντική βιομηχανία (Kuzminov etal., σελ. 274).
Το 1958 αποφασίστηκε μια ευρείας έκτασης μεταρρύθμιση στο εκπαιδευτικό σύστημα της ΕΣΣΔ, πλευρές της οποίας αφορούσαν και την Ανώτατη Εκπαίδευση. Σε ό,τι αφορά την Ανώτατη Εκπαίδευση, οι αλλαγές αφορούσαν κυρίως την ενίσχυση της πρακτικής διάστασης στην εκπαίδευση των επιστημόνων και την ευρύτερη γεωγραφική διασπορά των ιδρυμάτων. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι τροποποιήσεις που έγιναν το 1962.
Η ανάλυση του συγκεκριμένου τρόπου με τον οποίο οι αλλαγές αυτές συσχετίζονται με τη στροφή στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που σηματοδοτήθηκε από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, καθώς και του αντίκτυπού τους, αποτελεί ζήτημα που ξεφεύγει από τους σκοπούς του κειμένου. Αξίζει να αναφερθεί, σε κάθε περίπτωση, ότι ακόμα και μελετητές που δε διάκεινται φιλικά προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση (π.χ. Kuzminov etal. σελ. 275), εντοπίζουν ότι οι κινήσεις αυτές αντανακλούν διαταραχές στον κεντρικό σχεδιασμό κατανομής εργατικού δυναμικού.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, καθώς και την επόμενη δεκαετία, καταγράφεται μια αξιοσημείωτη μετακίνηση (σε αρκετές περιπτώσεις, με παράλληλη ανασυγκρότηση) τμημάτων ή και ιδρυμάτων από κεντρικές πόλεις στην περιφέρεια, ώστε να συνδεθούν πιο άμεσα με βασικές παραγωγικές υποδομές στις περιοχές αυτές.
Τα παραπάνω αποτυπώνονται και στη σχετικά μικρή αύξηση του αριθμού των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στη Ρωσία τις δεκαετίες που ακολούθησαν: Ενώ το 1940-'41 υπήρχαν 481 ιδρύματα (με 478,1 χιλιάδες φοιτητές), το 1990-'91 ο αριθμός τους είχε φτάσει τα 514 (με λίγο περισσότερους από 2,8 εκατ. φοιτητές).
Η διαφορετική σημασία των αριθμών στη σχεδιασμένη και τη μη σχεδιασμένη οικονομία
Όσο κι αν δεν είναι ο πλέον αντιπροσωπευτικός δείκτης, είναι εντυπωσιακό να αντιπαραβληθεί η - παρά τις όποιες αδυναμίες - σχεδιασμένη ανάπτυξη της Ανώτατης Εκπαίδευσης σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικονομίας με την επίδραση της εγγενούς αναρχίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως αυτή αποτυπώνεται και στον αριθμό των ιδρυμάτων: Από τα 514 πανεπιστημιακά ιδρύματα στη Σοβιετική Ρωσία το 1990-'91, ο αριθμός τους μόλις 20 χρόνια αργότερα εκτοξεύτηκε στα 1.115 στην καπιταλιστική Ρωσία το 2010-'11.
Η εκτόξευση αυτή, φυσικά, δεν οφείλεται σε υπερβάλλουσες εκπαιδευτικές ανάγκες που ανέκυψαν ξαφνικά, αλλά στην κατάλυση της βασικής σχέσης που καθόριζε και την αρχιτεκτονική του εκπαιδευτικού συστήματος, μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από δύο στοιχεία. Αφενός το γεγονός ότι αυτήν την εικοσαετία ο αριθμός των φοιτητών στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ρωσίας αυξήθηκε κατακόρυφα από περίπου 2,82 εκατ. σε λίγο παραπάνω από 7 εκατ.! Προφανώς, έστω και αν η πλήρης ανάλυση της αύξησης αυτής χρήζει περαιτέρω μελέτης, μοιάζει παράλογο να μην αποδοθεί τουλάχιστον κατά ένα σημαντικό μέρος στο γεγονός ότι ο εφιάλτης της ανεργίας όχι απλά επέστρεψε, αλλά έγινε πραγματικότητα που βίωσε μεγάλο μέρος της ρωσικής νεολαίας τα χρόνια αυτά, ενώ επί Σοβιετικής Ένωσης η διασφάλιση της εργασίας ήταν δεδομένη μετά την αποφοίτηση από το σχολείο, μέσα από τους μηχανισμούς του σοσιαλιστικού κράτους, όποιο δρόμο κι αν ακολουθούσε κανείς. Έτσι, ο νέος δεν ήταν αναγκασμένος να αποζητά ατομικά την ενίσχυση του προφίλ του, ώστε στη συνέχεια, και πάλι ατομικά, να αναζητά τον επόμενο εργοδότη του, σε έναν ανηλεή ανταγωνισμό με τους υπόλοιπους με τους οποίους εκκίνησε από αντίστοιχη αφετηρία. Το δεύτερο στοιχείο που επιβεβαιώνει το προηγούμενο συμπέρασμα αφορά την εμφάνιση ιδιωτικών πανεπιστημίων μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Ρωσία, ο αριθμός των οποίων το 2010-'11 έφτασε τα 462 (τα δημόσια ήταν 653), με 1,2 εκατ. φοιτητές, σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Κρατικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ρωσίας.

Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη 13/12/2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου